- νεφρώδης
- νεφρώδηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)νεφρώδηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)νεφρώδηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφρώδης — νεφρώδης, ῶδες (Α) [νεφρός] νεφροειδής, με σχήμα νεφρού … Dictionary of Greek
νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… … Dictionary of Greek